charnu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcharnu < λατινική caro (σάρκα)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charnu | charnus |
θηλυκό | charnue | charnues |
charnu (fr)
charnu < λατινική caro (σάρκα)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charnu | charnus |
θηλυκό | charnue | charnues |
charnu (fr)