Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  charge και électrique

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
charge électrique charges électriques

charge électrique (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία