chancelier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
chancelier < λατινική cancellarius
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʃɑ̃.se.lje/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chancelier | chanceliers |
θηλυκό | chancelière | chancelières |
chancelier (fr) αρσενικό