cendrer (fr)

  1. δίνω γκριζωπό χρώμα σε κάτι
  2. καλύπτω κάτι με στάχτη
  3. καλύπτω την επιφάνεια πίστας ενός σταδίου με μείγμα που περιέχει ορυκτό γαιάνθρακα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη cendre