Ετυμολογία

επεξεργασία
cenacle < λατινική cenaculum < ceno

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cenacle (en)

  1. τραπεζαρία, ιδίως στον πάνω όροφο ενός σπιτιού (όπως στον Μυστικό Δείπνο)
  2. εντευκτήριο
  3. συγκέντρωση διαφόρων ειδικών σε κάποιον τομέα
     συνώνυμα: clique