Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ceno < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ceno (la) (cēnō1, cēnāvī, cēnātum, cēnāre)

  1. γευματίζω
  2. δειπνώ

Κλίση επεξεργασία