celibato
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- celibato < λατινική caelibatus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcelibato (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
celibato | celibati |
Ετυμολογία
επεξεργασία- celibato < λατινική caelibatus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡ʃe.liˈba.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcelibato (it) αρσενικό
- η αγαμία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- celibato < λατινική caelibatus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.liˈba.tu/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /sɨ.liˈba.tu/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcelibato (pt) αρσενικό
- η αγαμία