ενικός         πληθυντικός  
celibacy celibacies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
celibacy < λατινική caelibatus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɛləbəsi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

celibacy (en)

  1. η αγαμία
  2. η αγνότητα (η αποχή από τη σεξουαλική πράξη)