ενικός         πληθυντικός  
celibacy celibacies

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

celibacy (en)

  1. η αγαμία
  2. η αγνότητα (η αποχή από τη σεξουαλική πράξη)