Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
celibacy
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
celibacy
celibacies
Ετυμολογία
επεξεργασία
celibacy
<
λατινική
caelibatus
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈsɛləbəsi
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
celibacy
(en)
η
αγαμία
η
αγνότητα
(η αποχή από τη σεξουαλική πράξη)