Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carpe carpes

carpe (fr) θηλυκό



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

carpe β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος carpo