carcinomateux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaʁ.si.nɔ.ma.tø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carcinomateux | carcinomateux |
θηλυκό | carcinomateuse | carcinomateuses |
carcinomateux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carcinomateux | carcinomateux |
θηλυκό | carcinomateuse | carcinomateuses |
carcinomateux (fr) αρσενικό