caprice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- caprice < (άμεσο δάνειο) γαλλική caprice < ιταλική capriccio
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- στιγμιαία επιθυμία, καπρίτσιο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
caprice | caprices |
caprice (fr) αρσενικό