Ετυμολογία

επεξεργασία
caprice < (άμεσο δάνειο) γαλλική caprice < ιταλική capriccio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəˈpɹis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
caprice < ιταλική capriccio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.pʁis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caprice caprices

caprice (fr) αρσενικό

  1. καπρίτσιο
  2. φλερτάκι

Συγγενικά

επεξεργασία