Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
capotage capotages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

capotage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη capoter