capétien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- capétien < Hugues Capet, βασιλιάς που έδωσε το όνομά του στη δυναστεία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capétien | capétiens |
θηλυκό | capétienne | capétiennes |
capétien (fr)