Ετυμολογία

επεξεργασία
cantare < λατινική cantare

  Προφορά

επεξεργασία
 
      ενικός         πληθυντικός  
cantare cantari

cantare (it)

  1. τραγουδώ, τραγουδάω



cantare (la)

  1. τραγουδώ, τραγουδάω