Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ne/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. canner < canne (πόδι)
  2. canner < canne

canner (fr) και canner

  1. (αργκό) « το σκάζω », « το βάζω στα πόδια »
  2. (μεταφορικά) πεθαίνω

canner (fr)