cancérogenèse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cancérogenèse | cancérogenèses |
cancérogenèse (fr) θηλυκό
- η διαδικασία σχηματισμού του καρκίνου
ενικός | πληθυντικός |
cancérogenèse | cancérogenèses |
cancérogenèse (fr) θηλυκό