Ετυμολογία

επεξεργασία
caller < call + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caller (en) (πληθυντικός callers)

  1. (τηλεπικοινωνίες) ο καλών, αυτός που καλεί τηλεφωνικά, που παίρνει τηλέφωνο κάποιον άλλο
  2. (προγραμματισμός) η συνάρτηση (function) που καλεί μιά άλλη συνάρτηση (η καλούμενη λέγεται: collee)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • caller στην αγγλική Βικιπαίδεια