Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

caillera < verlan του racaille

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaj.ʁa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caillera cailleras

caillera (fr) θηλυκό

  1. (verlan) (ειρωνικό) ομάδα ανθρώπων που θεωρούνται τιποτένιοι από άλλους
  2. (verlan) κάποιος που θεωρείται τιποτένιος

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία