caillera
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
caillera | cailleras |
caillera (fr) θηλυκό
- (verlan) (ειρωνικό) ομάδα ανθρώπων που θεωρούνται τιποτένιοι από άλλους
- (verlan) κάποιος που θεωρείται τιποτένιος