caffè
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcaffè (it) αρσενικό
- (καφές) τo ρόφημα καφές
- ⮡ un caffè, per favore : έναν καφέ, παρακαλώ[1]
- (φυτό) το δέντρο που βγαίνει ο καφές
- κατάστημα στο οποίο σερβίρουν καφέ· καφετέρια