caboulot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
caboulot | caboulots |
caboulot (fr) αρσενικό
- (οικείο) (παρωχημένο) το καφενεδάκι, το καπηλιό
ενικός | πληθυντικός |
caboulot | caboulots |
caboulot (fr) αρσενικό