Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.bɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caban cabans

caban (fr) αρσενικό

  • κοντό μάλλινο παλτό με δύο σειρές κουμπιά· αρχικά φοριόταν μόνο από ναυτικούς