Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cépée
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
cépée
<
cep
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
cépée
cépées
cépée
(fr)
θηλυκό
θύσανος
νέων
βλαστών
από τον ίδιο
κορμό