Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
célébrant célébrants

célébrant (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) αυτός που « εορτάζει » την Θεία Ευχαριστία
     συνώνυμα: officiant

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό célébrant célébrants
θηλυκό célébrante célébrantes

célébrant (fr)

  1. ο εορτάζων

Συγγενικά

επεξεργασία