ενικός         πληθυντικός  
bronco broncos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bronco < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronco (άγριος, απότομος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /brɒŋkoʊ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bronco (en)

  • bronco, Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-08-09.