bronco
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bronco | broncos |
Ετυμολογία
επεξεργασία- bronco < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronco (άγριος, απότομος)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbronco (en)
- (ΗΠΑ, παρωχημένο) ονομασία για το άγριο ή το μη δαμασμένο άλογο στις δυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα
Πηγές
επεξεργασία- bronco, Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-08-09.