Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

breuvage < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /X/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
breuvage breuvages

breuvage (fr) αρσενικό

  1. ποτό
    la breuvage était comme de l'acide nitrique et, de plus, on avait en l'avalant la sensation d'être frappè à la nuque par une trique de caoutchouc (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)
  2. ρουφηξιά