Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
brennen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈbʁɛnən
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
bren‐nen
Ρήμα
επεξεργασία
brennen
(de)
(
αμετάβατο
)
καίω
(
μεταβατικό
)
ψήνω
Συγγενικά
επεξεργασία
brennbar
Brennelement
Brennmaterial
Brennnessel
Brennofen
Brennpunkt
Brennspiritus
Brennstoff
brenzlig