ενικός         πληθυντικός  
branda brande

  Ετυμολογία

επεξεργασία
branda < brand(ire) (πάλλω) + -a
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπράντα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

branda θηλυκό

  1. αιώρα
  2. (ναυτικός όρος) αιώρα