ενεστώτας branch off
γ΄ ενικό ενεστώτα branches off
αόριστος branched off
παθητική μετοχή branched off
ενεργητική μετοχή branching off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις branch και off

branch off (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία