braconnier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | braconnier | braconniers |
θηλυκό | braconnière | braconnières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbraconnier (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη braconner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | braconnier | braconniers |
θηλυκό | braconnière | braconnières |
braconnier (fr)