Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbəʊ.jə(ɹ)/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bowyer bowyers

bowyer (en)

  1. που πουλάει τόξα
  2. (παρωχημένο) τοξότης