ενικός         πληθυντικός  
bouffe bouffes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bouffe (fr) θηλυκό

  1. (αργκό) το φαγητό, τα τρόφιμα
  2. (αργκό) το γεύμα, το φαγοπότι