botté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- botté < botter
Μετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | botté | bottés |
θηλυκό | bottée | bottées |
botté (fr)
- που φοράει μπότες
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | botté | bottés |
θηλυκό | bottée | bottées |
botté (fr)