Ετυμολογία

επεξεργασία
bonification < bonifier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bonification bonifications

bonification (fr) αρσενικό

  1. η βελτίωση ενός προϊόντος
     αντώνυμα: détérioration
  2. η δωρεά ενός παραπανίσιου ποσού