bonification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bonification < bonifier
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bonification | bonifications |
bonification (fr) αρσενικό
- η βελτίωση ενός προϊόντος
- η δωρεά ενός παραπανίσιου ποσού
ενικός | πληθυντικός |
bonification | bonifications |
bonification (fr) αρσενικό