• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

boi

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πορτογαλικά (pt)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Ρουμανικά (ro)
    • 2.1 Ρήμα

Πορτογαλικά (pt) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
boi bois

boi (pt) αρσενικό

  • (ζωολογία) το βόδι



Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

boi (ro)

  • ζωγραφίζω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=boi&oldid=4718685"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 07:47

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 07:47.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie