ενικός         πληθυντικός  
bobinage bobinages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bobinage (fr) αρσενικό

  1. το περιτύλιγμα ενός καρουλιού με κλωστή
  2. (ηλεκτρολογία) η κατασκευή ενός πηνίου, η τοποθέτηση σύρματος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη bobine