boarding pass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boarding pass | boarding passes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαboarding pass (en)
- η κάρτα επιβίβασης, μια κάρτα που δείχνω πριν επιβιβαστώ σε αεροπλάνο ή σκάφος
- ⮡ Have your boarding pass ready.
- Ετοιμάστε την κάρτα επιβίβασης σας.
- ⮡ Have your boarding pass ready.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- boarding pass στην αγγλική Βικιπαίδεια