Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bloatware < bloat + -ware

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bloatware (en)

  • (πληροφορική, ανεπίσημο) λογισμικό που απαιτεί, σε σχέση με την χρησιμότητά του, υπερβολική μνήμη
    1. λογισμικό που επιβαρύνει το σύστημα, συχνά ως αποτέλεσμα της συστηματικής προσθήκης νέων δυνατοτήτων και κακού αρχικού σχεδιασμού
    2. λογισμικό προεγκατεστημένο από τον κατασκευαστή σε έναν υπολογιστή ή κινητή συσκευή, που στην πλειοψηφία του είναι περιττό και ανεπιθύμητο στον χρήστη
       συνώνυμα: crapware

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • bloatware στην αγγλική Βικιπαίδεια