ενικός         πληθυντικός  
blizzard blizzards

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

blizzard (en)

  1. (μετεωρολογία) η χιονοθύελλα
     συνώνυμα: snowstorm
  2. (μεταφορικά) a blizzard of: πάρα πολλά, πολλά κι ακαταλαβίστικα