blizzard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blizzard | blizzards |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαblizzard (en)
- (μετεωρολογία) η χιονοθύελλα
- (μεταφορικά) a blizzard of: πάρα πολλά, πολλά κι ακαταλαβίστικα
ενικός | πληθυντικός |
blizzard | blizzards |
blizzard (en)