blanc correcteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
blanc correcteur | blancs correcteurs |
blanc correcteur (fr) αρσενικό
- το διορθωτικό (υγρό), το μπλάνκο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
blanc correcteur | blancs correcteurs |
blanc correcteur (fr) αρσενικό