Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διορθωτικό ουδέτερο

  • λευκό υγρό που επικαλύπτει τα λάθη πάνω σε ένα γραπτό και όταν στεγνώνει μπορείς να γράψεις πάνω του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διορθωτικό