black market
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
black market | black markets |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαblack market (en)
- (οικονομία) η μαύρη αγορά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- black market στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
black market | black markets |
black market (en)