Ετυμολογία

επεξεργασία
bilek < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /biˈlɛc/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bi‐lek

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bilek (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. bilek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν