Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

beigeâtre < beige + -âtre

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
beigeâtre beigeâtres

beigeâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό