ενικός         πληθυντικός  
basaltique basaltiques

  Επίθετο

επεξεργασία

basaltique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. βασαλτικός
    roche basaltique - βασαλτικό πέτρωμα

Συγγενικά

επεξεργασία