ενικός         πληθυντικός  
barmaid barmaids

  Ετυμολογία

επεξεργασία
barmaid < → δείτε τις λέξεις bar και maid

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barmaid (en) (αρσενικό barman)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
barmaid < → δείτε τις λέξεις bar και maid

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

barmaid (fr) θηλυκό{(αρσενικό barman)