Ετυμολογία

επεξεργασία
bang goes < → δείτε τις λέξεις bang και go

  Έκφραση

επεξεργασία

bang goes (en) (+αντικείμενο)

  • (έκφραση για χαμένη ευκαιρία) πάει και..., καπούτ
    Bang goes my job! My boss fired me.: Πάει κι η δουλειά μου. Το αφεντικό με απέλυσε