bajar (es), ενεστ.: bajo, αορ.: bajé, μετοχή: bajado

  1. (αμετάβατο) κατεβαίνω
  2. (μεταβατικό) κατεβάζω
  3. (μεταβατικό) χαμηλώνω
     αντώνυμα: subir