Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bahut bahuts

bahut (fr) αρσενικό

  1. το μπαούλο
  2. (αργκό)
    1. το γυμνάσιο
    2. το λύκειο