Ετυμολογία

επεξεργασία
backlash < back + lash

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

backlash (en)

  1. οπισθοδρόμηση, πισωγύρισμα
  2. αρνητική αντίδραση, επίπτωση, συνέπεια κ.λπ.· αντίδραση «μπούμεραγκ»