Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.ʃɔ.taːʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bachotage bachotages

bachotage (fr) αρσενικό