bachotage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.ʃɔ.taːʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bachotage | bachotages |
bachotage (fr) αρσενικό
- η γρήγορη αποστήθιση μαθημάτων για το απολυτήριο ή οποιονδήποτε διαγωνισμό
ενικός | πληθυντικός |
bachotage | bachotages |
bachotage (fr) αρσενικό